- εκτροπίαση
- ηη ασθένεια τού κρασιού που προκαλείται από χημικά αίτια, κατά την οποία χάνει το άρωμα και τη διαύγειά του, θολώνει και η γεύση του γίνεται ξινή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκτροπίας — ο (AM ἐκτροπίας) κρασί που έχει υποστεί εκτροπίαση, που έχει αρχίσει να ξινίζει, να χαλάει, χαλασμένο κρασί («εκτροπίας οίνος») … Dictionary of Greek